αφαντασίαστος

αφαντασίαστος
η , ο [ος , ον ] см. αφάνταστος 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αφαντασίαστος" в других словарях:

  • αφαντασίαστος — ἀφαντασίαστος, ον (AM) [φαντασιάζομαι] 1. αφανέρωτος, ανεκδήλωτος 2. χωρίς τρομακτικά όνειρα 3. απαλλαγμένος από φαντασιώσεις …   Dictionary of Greek

  • ἀφαντασίαστος — not manifested masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαντασιάστως — ἀφαντασίαστος not manifested adverbial ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαντασίαστον — ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem acc sg ἀφαντασίαστος not manifested neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαντασιάστου — ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαντασίαστοι — ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»